- ὑποτροφή
- ὑποτροφήsupply of nourishmentfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτροφή — ἡ, ΜΑ βαθμιαία παροχή για συντήρηση, διατροφή («ἐφόδια εἰς τὴν τῆς σωμασκίας ὑποτροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν», Ιάμβλ.) μσν. μικρή ποσότητα τροφής αρχ. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροφή] … Dictionary of Greek
ὑποτροφήν — ὑποτροφή supply of nourishment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτροφῆς — ὑποτρέφω rear pres ind act 2nd sg (epic doric) ὑποτροφή supply of nourishment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)